arbrisseau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- arbrisseau < arbrissel < arbrisselus < δημώδης λατινική arboriscellus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arbrisseau | arbrisseaux |
arbrisseau (fr) αρσενικό
- (βοτανική) το δενδρύλλιο, συνήθως έως 7 μέτρα ύψος