archéologique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aʁ.ke.ɔ.lɔ.ʒik/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
archéologique | archéologiques |
archéologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
archéologique | archéologiques |
archéologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό