archaïque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aʁ.ka.ik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
archaïque archaïques

archaïque (fr) αρσενικό ή θηλυκό