archeológ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σλοβακικά (sk)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]archeológ (sk) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- θηλυκό archeologička
- → δείτε τη λέξη archeológia
Δείτε επίσης : archeolog |
archeológ (sk) αρσενικό