Μετάβαση στο περιεχόμενο

architectonique

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

architectonique < λατινική λέξη < αρχιτεκτονικός

Επίθετο

[επεξεργασία]

architectonique (fr)

  • που αφορά την τέχνη της αρχιτεκτονικής και την τεχνική της

Συγγενικά

[επεξεργασία]