ardo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βασκικά (eu)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ardo (eu)
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ardo | ardoj |
αιτιατική | ardon | ardojn |
ardo (eo)