ardoise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ardoise | ardoises |
ardoise (fr) θηλυκό
- ο σχιστόλιθος
- μαθητική πλάκα
- (οικείο) το φέσι, απλήρωτος λογαριασμός
- τα βερεσέδια