ardoise
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| ardoise | ardoises |
ardoise (fr) θηλυκό
- ο σχιστόλιθος
- μαθητική πλάκα
- (οικείο) το φέσι, απλήρωτος λογαριασμός
- τα βερεσέδια