Μετάβαση στο περιεχόμενο

argan

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
argan argans

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

argan (fr) αρσενικό

  1. το φρούτο του δέντρου arganier
  2. το ίδιο το δέντρο arganier

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]