argono
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | argono | argonoj |
αιτιατική | argonon | argonojn |
argono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | argono | argonoj |
αιτιατική | argonon | argonojn |
argono (eo)