arguably

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

arguably (en)

  1. εύλογα, βάσιμα
  2. (εσφαλμένη μα συχνή χρήση ακόμη κι από ακαδημαϊκούς) αναμφίβολα