arise
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | arise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | arises |
αόριστος | arose |
παθητική μετοχή | arisen |
ενεργητική μετοχή | arising |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]arise (en)
- (αμετάβατο, μάλλον επίσημο) προκύπτει, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, που συμβαίνει
- ⮡ The topic arose naturally in the conversation.
- Το θέμα προέκυψε φυσικά στη συζήτηση.
- ⮡ A difficulty arose at the last minute.
- Την τελευταία στιγμή προέκυψε μια δυσκολία.
- ⮡ If an opportunity arises, I will let you know.
- Αν παρουσιαστεί ευκαιρία, θα σας ενημερώσω.
- ⮡ If by chance the need to arises, we will come.
- Αν τυχόν παρουσιαστεί ανάγκη, θα έρθουμε.
- ⮡ This question arises every now and then.
- Αυτό το θέμα εμφανίζεται κάθε τόσο.
- ⮡ The topic arose naturally in the conversation.
- (αμετάβατο, μάλλον επίσημο) προκύπτει, που έρχεται ως αποτέλεσμα
- ⮡ Nothing new arose out of the investigation.
- Από την έρευνα δεν προέκυψε κάτι το καινούριο.
- ⮡ We have new obligations arising from the contract.
- Έχουμε νέες υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη σύμβαση.
- ⮡ Nothing new arose out of the investigation.
- (αμετάβατο, επίσημο) αναδύομαι, εμφανίζομαι, που αρχίζει να υπάρχει ή να αναπτύσσεται
- ⮡ Several new industries arose in the town.
- Πολλές νέες βιομηχανίες αναδύθηκαν/εμφανίστηκαν στην πόλη.
- ⮡ Several new industries arose in the town.
- (αμετάβατο, λογοτεχνικό) σηκώνομαι
- ⮡ He arose at dawn.
- Σηκώθηκε την αυγή.
- ⮡ He arose at dawn.
- (αμετάβατο, λογοτεχνικό) αναδύομαι, ξεπροβάλλω, αρχίζει να φαίνεται
- ⮡ The mountain began to arise through the fog.
- Το βουνό άρχισε να αναδύεται μέσα από την ομίχλη.
- ⮡ The sun arose from behind the clouds.
- Ο ήλιος ξεπρόβαλε πίσω από τα σύννεφα.
- ⮡ The mountain began to arise through the fog.