Μετάβαση στο περιεχόμενο

arise

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας arise
γ΄ ενικό ενεστώτα arises
αόριστος arose
παθητική μετοχή arisen
ενεργητική μετοχή arising
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

arise (en)

  1. (αμετάβατο, μάλλον επίσημο) προκύπτει, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, που συμβαίνει
      The topic arose naturally in the conversation.
    Το θέμα προέκυψε φυσικά στη συζήτηση.
      A difficulty arose at the last minute.
    Την τελευταία στιγμή προέκυψε μια δυσκολία.
      If an opportunity arises, I will let you know.
    Αν παρουσιαστεί ευκαιρία, θα σας ενημερώσω.
      If by chance the need to arises, we will come.
    Αν τυχόν παρουσιαστεί ανάγκη, θα έρθουμε.
      This question arises every now and then.
    Αυτό το θέμα εμφανίζεται κάθε τόσο.
  2. (αμετάβατο, μάλλον επίσημο) προκύπτει, που έρχεται ως αποτέλεσμα
      Nothing new arose out of the investigation.
    Από την έρευνα δεν προέκυψε κάτι το καινούριο.
      We have new obligations arising from the contract.
    Έχουμε νέες υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη σύμβαση.
  3. (αμετάβατο, επίσημο) αναδύομαι, εμφανίζομαι, που αρχίζει να υπάρχει ή να αναπτύσσεται
      Several new industries arose in the town.
    Πολλές νέες βιομηχανίες αναδύθηκαν/εμφανίστηκαν στην πόλη.
  4. (αμετάβατο, λογοτεχνικό) σηκώνομαι
      He arose at dawn.
    Σηκώθηκε την αυγή.
  5. (αμετάβατο, λογοτεχνικό) αναδύομαι, ξεπροβάλλω, αρχίζει να φαίνεται
      The mountain began to arise through the fog.
    Το βουνό άρχισε να αναδύεται μέσα από την ομίχλη.
      The sun arose from behind the clouds.
    Ο ήλιος ξεπρόβαλε πίσω από τα σύννεφα.