Μετάβαση στο περιεχόμενο

armchair

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
armchair armchairs

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
armchair < arm + chair

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

armchair (en)

  • η πολυθρόνα
      I don’t want to leave the comfort of my armchair.
    Δε θέλω να εγκαταλείπω την άνεση της πολυθρόνας μου.