armeo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | armeo | armeoj |
αιτιατική | armeon | armeojn |
armeo (eo)
- ο στρατός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | armeo | armeoj |
αιτιατική | armeon | armeojn |
armeo (eo)