arouse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας arouse
γ΄ ενικό ενεστώτα arouses
αόριστος aroused
παθητική μετοχή aroused
ενεργητική μετοχή arousing

Ετυμολογία [επεξεργασία]

arouse < a- + rouse

Ρήμα[επεξεργασία]

arouse (en)

  1. κινώ, διεγείρω, προκαλώ ένα έντονο συναίσθημα
    I arouse someone’s interest/curiosity.
    Κινώ το ενδιαφέρον/την περιέργεια κάποιου.
    speeches that arouse popular sentiments - λόγοι που διεγείρουν τα πνεύματα του κόσμου
     συνώνυμα: excite, rouse, stir
  2. κινώ, διεγείρω κάποιον έτσι ώστε θέλει να κάνει κάτι
    He was aroused by patriotism.
    Κινήθηκε από πατριωτισμό.
    I arouse the workers to go on strike.
    Διεγείρω τους εργάτες να κατέβουν σε απεργία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rouse
  3. (επίσημο) ξυπνάω κάποιον
    I arouse someone from their sleep.
    Ξυπνάω κάποιον από τον ύπνο του.
     συνώνυμα: rouse

Πηγές[επεξεργασία]