Μετάβαση στο περιεχόμενο

arouse

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας arouse
γ΄ ενικό ενεστώτα arouses
αόριστος aroused
παθητική μετοχή aroused
ενεργητική μετοχή arousing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
arouse < a- + rouse

arouse (en)

  1. (μεταβατικό) ξεσηκώνω, εξάπτω, κινώ, διεγείρω, προκαλώ ένα έντονο συναίσθημα
    παράδειγμα  I arouse old hate/passions.
    Ξεσηκώνω παλιά μίση/πάθη.
    παράδειγμα  Inarouse someone’s interest/curiosity.
    Εξάπτω/Κινώ το ενδιαφέρον/την περιέργεια κάποιου.
    παράδειγμα  speeches that arouse popular sentiments - λόγοι που εξάπτουν/διεγείρουν τα πνεύματα του κόσμου
     συνώνυμα:  excite, inflame, kindle, move, rouse, stir και touch
  2. (μεταβατικό) ερεθίζω, διεγείρω, ανάβω, ερεθίζω ή ερεθίζομαι σεξουαλικά
    παράδειγμα  She aroused him with her provocative outfit.
    Τον ερέθισε με το προκλητικό της ντύσιμο.
    παράδειγμα  She is easily aroused.
    Διεγείρεται εύκολα.
    παράδειγμα  The mere thought of her arouses him.
    Μόνο που τη σκέφτεται, ανάβει.
    παράδειγμα  He is aroused by the erotic videos.
    Άναψε με τα ροζ βίντεο.
  3. (μεταβατικό) κινώ, διεγείρω κάποιον έτσι ώστε θέλει να κάνει κάτι
    παράδειγμα  He was aroused by patriotism.
    Κινήθηκε από πατριωτισμό.
    παράδειγμα  I arouse the workers to go on strike.
    Διεγείρω τους εργάτες να κατέβουν σε απεργία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη motivate
  4. (μεταβατικό, επίσημο) ξυπνάω κάποιον
    παράδειγμα  I arouse someone from their sleep.
    Ξυπνάω κάποιον από τον ύπνο του.
     συνώνυμα: rouse