arouse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | arouse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | arouses |
αόριστος | aroused |
παθητική μετοχή | aroused |
ενεργητική μετοχή | arousing |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
arouse (en)
- κινώ, διεγείρω, προκαλώ ένα έντονο συναίσθημα
- κινώ, διεγείρω κάποιον έτσι ώστε θέλει να κάνει κάτι
- (επίσημο) ξυπνάω κάποιον
Πηγές[επεξεργασία]
- arouse - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 234, 448-449, 615. ISBN 9780194325684., λήμμα: διεγείρω, κινώ, ξυπνώ