arpentage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
arpentage arpentages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

arpentage (fr) αρσενικό

  1. η χωρομέτρηση
  2. το σύνολο των τεχνικών της χωρομέτρησης

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη arpent