arpentage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
arpentage | arpentages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arpentage (fr) αρσενικό
- η χωρομέτρηση
- το σύνολο των τεχνικών της χωρομέτρησης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη arpent