arrêt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- arrêt < arest < arrêter
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arrêt (fr) αρσενικό
- η παύση, το σταμάτημα, η στάση
- arrêt de bus - η στάση λεωφορείου
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- sans arrêt - ασταμάτητα