arrêter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ʁe.te/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

arrêter (fr)

  1. σταματώ
  2. συλλαμβάνω
    La police a arrêté un suspect - η αστυνομία συνέλαβε έναν ύποπτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]