arraché

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

arraché < arracher

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ʁa.ʃe/

Μετοχή[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό arraché arrachés
θηλυκό arrachée arrachées

arraché (fr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

arraché (fr) αρσενικό

→ δείτε τις λέξεις développé, épaulé και épaulé-jeté

Εκφράσεις[επεξεργασία]