arrachage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
arrachage | arrachages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arrachage (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη arracher
ενικός | πληθυντικός |
arrachage | arrachages |
arrachage (fr) αρσενικό