arracheur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό arracheur arracheurs
θηλυκό arracheuse arracheuses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

arracheur (fr)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • mentir comme un arracheur de dents: ψεύδομαι ασύστολα (όπως αυτός που βγάζει τα δόντια λέγοντας ότι δεν θα πονέσει)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη arracher