array
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
array | arrays |
array (en) ουδέτερο
- συστοιχία
- (μαθηματικά) πίνακας (δείτε και λέξη: matrix)
- (προγραμματισμός) πίνακας, με την απλούστερη μορφή να είναι: linear array ή one-dimensional array
- υπερώνυμα: collection, sequential (data structure)
- δείτε επίσης: Array data structure στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
array στην αγγλική Βικιπαίδεια