arrestation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
arrestation | arrestations |
arrestation (fr) θηλυκό
- η σύλληψη, το μπαγλάρωμα
- la police a procédé à son arrestation : η αστυνομία τον συνέλαβε