Μετάβαση στο περιεχόμενο

arrimage

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
arrimage arrimages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arrimage (fr) αρσενικό

  1. η τακτοποίηση εμπορεύματος σε αμπάρια
  2. η προσκόλληση (διαστημόπλοιου)