arrimage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
arrimage | arrimages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arrimage (fr) αρσενικό
- η τακτοποίηση εμπορεύματος σε αμπάρια
- η προσκόλληση (διαστημόπλοιου)