arrogantly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | arrogantly |
συγκριτικός | more arrogantly |
υπερθετικός | most arrogantly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]arrogantly (en)
- αλαζονικά, υπεροπτικά, αγέρωχα, ακατάδεκτα, με αλαζονικό, δυσάρεστο τρόπο που δείχνει ελάχιστη σκέψη για τους άλλους
- ⮡ They are arrogantly disregarding our opinion.
- Περιφρονούν αλαζονικά τη γνώμη μας.
- ⮡ We are not behaving arrogantly, but legitimately asserting our role in this process.
- Δεν συμπεριφερόμαστε υπεροπτικά, αλλά διεκδικούμε νόμιμα τον ρόλο μας σε αυτήν τη διαδικασία.
- ⮡ She was looking at us arrogantly, considering us inferior to her.
- Μας κοιτούσε αγέρωχα θεωρώντας μας κατώτερούς της.
- ≈ συνώνυμα: conceitedly, condescendingly, haughtily, patronizingly, sanctimoniously, self-importantly, self-righteously και snootily
- ⮡ They are arrogantly disregarding our opinion.