arrosoir
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
arrosoir | arrosoirs |
arrosoir (fr) αρσενικό
- το ποτιστήρι
ενικός | πληθυντικός |
arrosoir | arrosoirs |
arrosoir (fr) αρσενικό