articulaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- articulaire < λατινική articularis
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
articulaire | articulaires |
articulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
articulaire | articulaires |
articulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό