artiko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artiko | artikoj |
αιτιατική | artikon | artikojn |
artiko (eo)
- ο αρμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artiko | artikoj |
αιτιατική | artikon | artikojn |
artiko (eo)