artisanalement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- artisanalement < artisan
Επίρρημα[επεξεργασία]
artisanalement (fr)
- (για παρασκευή, κατασκευή, κ.λπ.) με παραδοσιακό τρόπο