artistico
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | artistico | artistici |
θηλυκό | artistica | artistice |
artistico (it)
- καλλιτεχνικός
- για την τέχνη ως αισθητική δραστηριότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
artistico | artistici |
artistico (it)
- σχολή τέχνης