artisto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artisto | artistoj |
αιτιατική | artiston | artistojn |
artisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artisto | artistoj |
αιτιατική | artiston | artistojn |
artisto (eo)