artothèque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
artothèque | artothèques |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
artothèque (fr) θηλυκό
- τόπος όπου μπορεί κανείς να δανειστεί έργα τέχνης
ενικός | πληθυντικός |
artothèque | artothèques |
artothèque (fr) θηλυκό