asambleo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- asambleo < asambleo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asambleo | asambleoj |
αιτιατική | asambleon | asambleojn |
asambleo (eo)
- η συγκέντρωση, η συνέλευση