ascète

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ascète ascètes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ascète (fr) αρσενικό ή θηλυκό