ascending

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: accending

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

ascending (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αύξων, που αυξάνεται σε υψηλότερα επίπεδα, τιμές ή βαθμούς
    Use the (small) arrows in the headers to see an ascending or descending sort for each column.
    Χρησιμοποιήστε τα βελάκια στις επικεφαλίδες για να δείτε αύξουσα ή φθίνουσα κατάταξη για κάθε κολόνα.
     αντώνυμα: descending

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ascending (en)