ascending
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ascending (en) (χωρίς παραθετικά)
- αύξων, που αυξάνεται σε υψηλότερα επίπεδα, τιμές ή βαθμούς
- ↪ Use the (small) arrows in the headers to see an ascending or descending sort for each column.
- Χρησιμοποιήστε τα βελάκια στις επικεφαλίδες για να δείτε αύξουσα ή φθίνουσα κατάταξη για κάθε κολόνα.
- ≠ αντώνυμα: descending
- ↪ Use the (small) arrows in the headers to see an ascending or descending sort for each column.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ascending (en)