ascension
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ascension (en)
- άνοδος, αναρρίχηση, ανύψωση
- (εκκλησιαστικός όρος) η ανάληψη στους ουρανούς
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.sɑ̃.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ascension | ascensions |
ascension (fr) θηλυκό
- ανάβαση
- άνοδος, ανύψωση, η ύψωση
- ανάβαση ενός όρους
- κοινωνική άνοδος
- άνοδος (ενός αερόστατου, ενός πυραύλου
- (εκκλησιαστικός όρος) ανάληψη