Μετάβαση στο περιεχόμενο

ashtray

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: astray
      ενικός         πληθυντικός  
ashtray ashtrays

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ashtray < ash + tray

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ashtray (en)