ashtray
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ashtray | ashtrays |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ashtray (en)
- το σταχτοδοχείο, το τασάκι
- ⮡ He ground his cigarette into the ashtray.
- Έτριψε το τσιγάρο του στο τασάκι.
- ⮡ He ground his cigarette into the ashtray.