asocio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asocio | asocioj |
αιτιατική | asocion | asociojn |
asocio (eo)
- kvartala asocio - συνοικιακό σωματείο / συνοικιακή ένωση