asphalte
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- asphalte < asfalte < δημώδης λατινική asphaltus < αρχαία ελληνική ἄσφαλτος
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]asphalte (fr) αρσενικό
- η άσφαλτος