Μετάβαση στο περιεχόμενο

aspiration

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
aspiration aspirations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aspiration < aspire + -ation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aspiration (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επιδίωξη, ο πόθος για κάτι ανώτερο, πνευματικό, ιδανικό
      The election observer must not have political aspirations in relation to the country they are observing.
    Ο εκλογικός παρατηρητής δεν πρέπει να έχει πολιτικές επιδιώξεις σε σχέση με τη χώρα που παρακολουθούν.
  2. η εισπνοή
  3. η δάσυνση (ενός φθόγγου)



      ενικός         πληθυντικός  
aspiration aspirations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aspiration (fr) θηλυκό

  1. η επιδίωξη, ο πόθος για κάτι ανώτερο, πνευματικό, ιδανικό
  2. η εισπνοή
  3. η δάσυνση (ενός φθόγγου)

Συγγενικά

[επεξεργασία]