assassinate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

assassinate < assassin + -ate

Ρήμα[επεξεργασία]

assassinate (en)

  1. δολοφονώ κάποιον, ειδικά ένα σημαντικό πρόσωπο για ιδεολογικούς ή πολιτικούς λόγους
  2. (μεταφορικά) βλάπτω, καταστρέφω, δυσφημώ κάποιον

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]