assent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
assent | assents |
assent (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | assent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | assents |
αόριστος | assented |
παθητική μετοχή | assented |
ενεργητική μετοχή | assenting |
assent (en)
- συναινώ, συμφωνώ, δίνω τη συγκατάθεσή μου