Μετάβαση στο περιεχόμενο

assertive

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
  1. εαυτόπιστος
  2. δυναμικός, αποφασιστικός
  3. γευστικά: έντονος (ή και πικάντικος)

Συγγενικά

[επεξεργασία]