assets
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
assets (en)
- πληθυντικός αριθμός του asset
- (λογιστική) το ενεργητικό (το αριστερό σκέλος ενός ισολογισμού)
- His assets are much greater than his liabilities.
- ≠ αντώνυμα: liabilities
- (νομικός όρος) περιουσία που περιέρχεται σε έναν κληρονόμο ή εκτελεστή διαθήκης και είναι αρκετή για να πληρωθούν τα χρέη του αποβιώσαντος
- οποιαδήποτε αγαθά ή περιουσία είναι ικανά να αποπληρώσουν τα χρέη και τις υποχρεώσεις ενός ανθρώπου που χρεωκόπησε ή απεβίωσε