assimilationist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
assimilationist | assimilationists |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- assimilationist < assimilation + -ist
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
assimilationist (en)
- (φιλοσοφία, κοινωνιολογία) ο ενσωματιστής, η ενσωματίστρια, υπέρμαχος του ενσωματισμού και της ενσωμάτωσης (κοινωνικής, πληροφοριακής, συστημικής κτλ.)