assimiler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- assimiler < λατινική assimilare < similis, παρόμοιος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.si.mi.le/
- ⓘ
Ρήμα[επεξεργασία]
assimiler (fr)