associatif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | associatif | associatifs |
θηλυκό | associative | associatives |
Επίθετο[επεξεργασία]
associatif (fr)
- (μαθηματικά) προσεταιριστικός
- (ψυχολογία) συνειρμικός
- σχετικός με ένα σωματείο, έναν σύλλογο
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη associer