assonance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
assonance assonances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

assonance (fr) θηλυκό