asticot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
asticot asticots

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

asticot (fr) αρσενικό

  1. η νύμφη της μύγας που χρησιμοποιείται σαν δόλωμα στο ψάρεμα
  2. ((μτφρ)} ζωντόβολο