astonished

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός astonished
συγκριτικός more astonished
υπερθετικός most astonished

astonished (en)

  • έκπληκτος, κατάπληκτος
    I was astonished to learn that…
    Έμειναν έκπληκτος μαθαίνοντας ότι…
    I was astonished by the news.
    Έμειναν κατάπληκτος από τα νέα.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

astonished (en)

Πηγές[επεξεργασία]