astonishing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | astonishing |
συγκριτικός | more astonishing |
υπερθετικός | most astonishing |
astonishing (en)
- εκπληκτικός, που προκαλεί πολύ έκπληξη, δύσκολο να το πιστέψω
- ↪ astonishing results/astonishing revelations - εκπληκτικά αποτελέσματα/εκπληκτικές αποκαλύψεις
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη surprising
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
astonishing (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- astonishing - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 271. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκπληκτικός