astonishing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός astonishing
συγκριτικός more astonishing
υπερθετικός most astonishing

astonishing (en)

  • εκπληκτικός, που προκαλεί πολύ έκπληξη, δύσκολο να το πιστέψω
    astonishing results/astonishing revelations - εκπληκτικά αποτελέσματα/εκπληκτικές αποκαλύψεις
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη surprising

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

astonishing (en)

Πηγές[επεξεργασία]